δρίμαι

δρίμαι
δρίμαι· ψῦχος, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δρίμες — οι και δρίματα, τα 1. δαιμονικά όντα που καταστρέφουν τα ρούχα, κάνουν κακό σε όσους λούζονται, κόβουν τ αμπέλια κ.λπ. 2. οι έξι πρώτες ημέρες τού Αυγούστου, για τις οποίες υπάρχει η λαϊκή πίστη ότι πρέπει να αποφεύγει κάποιος την επαφή με το… …   Dictionary of Greek

  • ντρίμες — οι οι δρίμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < δρίμες < αρχ. μτγν. δρίμαι «τα κρύα» < δριμύς «οξύς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”